ĉo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉo | ĉoj |
αιτιατική | ĉon | ĉojn |
ĉo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉo | ĉoj |
αιτιατική | ĉon | ĉojn |
ĉo (eo)