œsophage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

œsophage < ysofague < αρχαία ελληνική οἰσοφάγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ezɔfaʒ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
œsophage œsophages

œsophage (fr) αρσενικό