œsophage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- œsophage < ysofague < αρχαία ελληνική οἰσοφάγος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
œsophage | œsophages |
œsophage (fr) αρσενικό