ściągać
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
ściągać (pl)
- κατεβάζω με τις έννοιες:
- μετακινώ κάτι από ένα σημείο που βρίσκεται ψηλά σε χαμηλότερο
- σταματάω τις παραστάσεις ενός θεατρικού έργου
- μεταφέρω στον υπολογιστή μου αρχείο από άλλον υπολογιστή συνήθως κάποιον που βρίσκεται στο Διαδίκτυο
- βγάζω, με κίνηση προς τα κάτω, κάποιο ρούχο