ściągać

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ściągać (pl)

  1. κατεβάζω με τις έννοιες:
    • μετακινώ κάτι από ένα σημείο που βρίσκεται ψηλά σε χαμηλότερο
    • σταματάω τις παραστάσεις ενός θεατρικού έργου
    • μεταφέρω στον υπολογιστή μου αρχείο από άλλον υπολογιστή συνήθως κάποιον που βρίσκεται στο Διαδίκτυο
    • βγάζω, με κίνηση προς τα κάτω, κάποιο ρούχο