ŝampuo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ŝampuo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝampuo | ŝampuoj |
αιτιατική | ŝampuon | ŝampuojn |
ŝampuo (eo)
- το σαμπουάν