ŝteli

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ŝteli < ŝtel + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα ŝteli
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ŝtelas ŝtelanta ŝtelata
αόριστος ŝtelis ŝtelinta ŝtelita
μέλλοντας ŝtelos ŝtelonta ŝtelota
υποθετική ŝtelus - -
προστακτική ŝtelu - -

ŝteli (eo)