şamdan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- şamdan < περσική شمعدان (shamʻdān, κηροπήγιο) < αραβική شمع (sham, κηρός) + περσική دان (dān, δοχείο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
şamdan (tr)
- το κηροπήγιο