żelazny
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- żelazny < żelazo
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
żelazny (pl)
- σιδερένιος, σιδηρούς
- κατασκευασμένος από σίδερο
- αναφερόμενος στο σίδηρο
- που έχει χαρακτηριστικά του σιδήρου