Έξοδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Έξοδος < αρχαία ελληνική έξοδος,

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Έξοδος θηλυκό, μόνο στον ενικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • η Έξοδος περιλαμβάνεται στα λεγόμενα πρωτοκανονικά βιβλία.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]