ΑΜ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΑΜ < : Αυτού Μακαριότητα
- ΑΜ < : Αυτού Μεγαλειότητα
- ΑΜ < : Αυτής Μεγαλειότητα
- ΑΜ < : Αστυνομία Μονάδος (στρατιωτικής)
- ΑΜ < : Αστρονομική Μονάδα
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ΑΜ θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο