ΑΝ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΑΝ <  : Αναγκαστικός Νόμος

Συντομομορφή[επεξεργασία]

ΑΝ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο