ΑΠΟ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΑΠΟ < Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ΑΠΟ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
Δείτε επίσης : από, ἀπό, ἀπό-, από-, απο- |
ΑΠΟ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο