ΑΣΕΔΟ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΑΣΕΔΟ < Ανώτατη Συντονιστική Επιτροπή Δημοσιοϋπαλληλικών Οργανώσεων
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Α.Σ.Ε.Δ.Ο. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο
- Ανώτατη Συντονιστική Επιτροπή Δημοσιοϋπαλληλικών Οργανώσεων