Ακράτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ακράτα | οι | Ακράτες |
γενική | της | Ακράτας | — | |
αιτιατική | την | Ακράτα | τις | Ακράτες |
κλητική | Ακράτα | Ακράτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ακράτα < → λείπει η ετυμολογία
- Από την έκφραση των Φράγκων "à Krath", δηλαδή στον Κράθι ποταμό.
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ακράτα θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ακράτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ακράτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)