Αλγερινή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αλγερινή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αλγερινή οι Αλγερινές
      γενική της Αλγερινής των Αλγερινών
    αιτιατική την Αλγερινή τις Αλγερινές
     κλητική Αλγερινή Αλγερινές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αλγερινή < Αλγεριν(ός) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /al.ʝe.ɾiˈni/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αλ‐γε‐ρι‐νή

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αλγερινή θηλυκό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αλγερινός