Αργέντω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αργέντω
      γενική της Αργέντως
    αιτιατική την Αργέντω
     κλητική Αργέντω
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αργέντω πιθανόν
< αργέντι «άργυρος» (< γαλλικά argent)
ή < οικογενειακό Αργέντης (ιταλικά Argento < ιταλικά argenti < λατινικά argentum «άργυρος»)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αργέντω θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]