Αρμάνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αρμάνος οι Αρμάνοι
      γενική του Αρμάνου των Αρμάνων
    αιτιατική τον Αρμάνο τους Αρμάνους
     κλητική Αρμάνε Αρμάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αρμάνος < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική Armân + -ος < λατινική a- + Romanus < Roma. Ετυμολογικό ζευγάρι με το Ρεμένος.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾˈma.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αρ‐μά‐νος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αρμάνος αρσενικό (θηλυκό Αρμάνα)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]