Αχαιός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αχαιός οι Αχαιοί
      γενική του Αχαιού των Αχαιών
    αιτιατική τον Αχαιό τους Αχαιούς
     κλητική Αχαιέ Αχαιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αχαιός < αρχαία ελληνική Ἀχαιός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αχαιός αρσενικό

  1. (ιστορία, εθνικό όνομα) μέλος αρχαίου ελληνικού φύλου (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς)
  2. (ελληνική μυθολογία) μυθικός ήρωας, γιος της Κρέουσας και του βασιλιά της Αθήνας Ξούθου ή του βασιλιά της Αχαΐας Αιγιαλού . Αδελφός του Ίωνα, έγινε βασιλιάς της Θεσσαλίας. Από το όνομα του ονομάστηκε ο λαός Αχαιοί και η σημερινή Αχαΐα.
  3. κάτοικος της Αχαΐας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]