Βάστο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βάστο < ιταλική Vasto < αρχαία ελληνική Ἱστόνιον < (λατινική γραφή: Histonium)
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Βάστο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Βάστο
|