Βουργουνδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βουργουνδία | οι | Βουργουνδίες |
γενική | της | Βουργουνδίας | των | Βουργουνδιών |
αιτιατική | τη | Βουργουνδία | τις | Βουργουνδίες |
κλητική | Βουργουνδία | Βουργουνδίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βουργουνδία < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική Burgundia < Burgundiones (πληθυντικός: Βουργουνδοί)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vuɾ.ɣunˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βουρ‐γουν‐δί‐α
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βουργουνδία θηλυκό
- ιστορική περιοχή της Γαλλίας
- ※ Η περιοχή της Καμπανίας και ένα τμήμα της Βουργουνδίας στη Γαλλία, όπου παράγεται κρασί, ανακηρύχθηκαν μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από τον ΟΗΕ, δίνοντας νέα ώθηση στον τουρισμό και στην προσπάθεια των τοπικών αρχών για αναζωογόνηση της οικονομίας.
- Μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς περιοχή της Γαλλίας, (6 Ιουλίου 2015), Η Καθημερινή
- ※ Η περιοχή της Καμπανίας και ένα τμήμα της Βουργουνδίας στη Γαλλία, όπου παράγεται κρασί, ανακηρύχθηκαν μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από τον ΟΗΕ, δίνοντας νέα ώθηση στον τουρισμό και στην προσπάθεια των τοπικών αρχών για αναζωογόνηση της οικονομίας.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Βουργουνδία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια - τοπωνύμια από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορικές περιοχές της Γαλλίας (νέα ελληνικά)
- Ιστορικές περιοχές (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Γαλλίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)