ΓΣΕΒΕΕ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΓΣΕΒΕΕ < Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο, προφέρεται "γεσεβέ"

  • ελληνικός επαγγελματικός συνδικαλιστικός φορέας