Δράκων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δράκων

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δράκων < δράκων
Ο αστερισμός του Δράκοντος.

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δράκων αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. όνομα αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου
    συντομογραφία: Dra

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δράκων < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δράκων αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ο πρώτος νομοθέτης της αρχαίας Αθήνας, γνωστός για τη σκληρότητα των νόμων του

Συγγενικά[επεξεργασία]