reptile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
reptile reptiles

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

reptile (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʁɛp.til/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
reptile reptiles

reptile (fr) αρσενικό

  1. το ερπετό
  2. (συνήθως) το φίδι
  3. (μεταφορικά) ύπουλος ή κόλακας άνθρωπος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]