Εκκλησιαστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Εκκλησιαστής < αρχαία ελληνική εκκλέσια

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Εκκλησιαστής θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  • (θρησκεία) είκοσι πρώτο βιβλίο της Βίβλου, που αποτελείται από δώδεκα κεφάλαια.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]