Εξουσίες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Εξουσίες < εξουσία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Εξουσίες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- ένα από τα τάγματα των αγγέλων, άγγελος της τρίτης ταξιαρχίας της δεύτερης τάξης (κατά τον ψευδο-Διονύσιο Αεροπαγίτη)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- άγγελος στη Βικιπαίδεια
- άγγελος (για μια ιεραρχία των ταγμάτων των αγγέλων)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Εξουσίες