Εσθονός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Εσθονός < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Εσθονός αρσενικό

  1. ο κάτοικος της Εσθονίας
  2. αυτός που έχει την εσθονική υπηκοότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]