Εσθονός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Εσθονός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Εσθονός αρσενικό
- ο κάτοικος της Εσθονίας
- αυτός που έχει την εσθονική υπηκοότητα