Εύβοια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Εύβοια | οι | Εύβοιες |
γενική | της | Εύβοιας & Ευβοίας |
— | |
αιτιατική | την | Εύβοια | τις | Εύβοιες |
κλητική | Εύβοια | Εύβοιες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Εύβοια < αρχαία ελληνική Εὔβοια < εὖ + βοῦς (η χώρα με τα καλοθρεμμένα βόδια)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈe.vi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Εύ‐βοι‐α
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Εύβοια θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευβοϊκός
- Ευβοεύς / Ευβοέας
- Ευβοιώτης
- ευβοιώτικος
- Ευβοιώτισσα
- → δείτε τις λέξεις ευ και βόδι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Εύβοια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' και με λόγια γενική ενικού -ας (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Νησιά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)