Θεσσαλός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: θεσσαλός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θεσσαλός οι Θεσσαλοί
      γενική του Θεσσαλού των Θεσσαλών
    αιτιατική τον Θεσσαλό τους Θεσσαλούς
     κλητική Θεσσαλέ Θεσσαλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Θεσσαλός < αρχαία ελληνική Θεσσαλός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Θεσσαλός αρσενικό (θηλυκό Θεσσαλή)

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Θεσσαλίας
  2. (ελληνική μυθολογία) αρχαίο όνομα: → δείτε τη λέξη Θεσσαλός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Θεσσαλός < Κατά τον Beekes,[1] προελληνική προέλευση, πιθανόν από όνομα *Kʷʰeťťal- που εξηγεί την ύπαρξη πολλαπλών μορφών. Σημειώνει ότι η σύνδεση με το θέσσασθαι έχει ήδη απορριφθεί από τον Chantraine.

Επίθετο[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Θεσσαλός Θεσσαλή τὸ Θεσσαλόν
      γενική τοῦ Θεσσαλοῦ τῆς Θεσσαλῆς τοῦ Θεσσαλοῦ
      δοτική τῷ Θεσσαλ τῇ Θεσσαλ τῷ Θεσσαλ
    αιτιατική τὸν Θεσσαλόν τὴν Θεσσαλήν τὸ Θεσσαλόν
     κλητική ! Θεσσαλέ Θεσσαλή Θεσσαλόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Θεσσαλοί αἱ Θεσσαλαί τὰ Θεσσαλᾰ́
      γενική τῶν Θεσσαλῶν τῶν Θεσσαλῶν τῶν Θεσσαλῶν
      δοτική τοῖς Θεσσαλοῖς ταῖς Θεσσαλαῖς τοῖς Θεσσαλοῖς
    αιτιατική τοὺς Θεσσαλούς τὰς Θεσσαλᾱ́ς τὰ Θεσσαλᾰ́
     κλητική ! Θεσσαλοί Θεσσαλαί Θεσσαλᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Θεσσαλώ τὼ Θεσσαλᾱ́ τὼ Θεσσαλώ
      γεν-δοτ τοῖν Θεσσαλοῖν τοῖν Θεσσαλαῖν τοῖν Θεσσαλοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Θεσσαλός, -ή, -όν

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Θεσσαλός οἱ Θεσσαλοί
      γενική τοῦ Θεσσαλοῦ τῶν Θεσσαλῶν
      δοτική τῷ Θεσσαλ τοῖς Θεσσαλοῖς
    αιτιατική τὸν Θεσσαλόν τοὺς Θεσσαλούς
     κλητική ! Θεσσαλέ Θεσσαλοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Θεσσαλώ
γεν-δοτ τοῖν  Θεσσαλοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Θεσσαλός αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Θεσσαλίας
     συνώνυμα: Θεσσάλιος
  2. ανδρικό όνομα
    1. (ελληνική μυθολογία) επώνυμος ήρωας της Θεσσαλίας, γιος του Γραικού
    2. (ελληνική μυθολογία) γιος του Ηρακλή και της Χαλκιόπης ή της Αστυόχης
    3. (ελληνική μυθολογία) γιος του Αίμονα
    4. επώνυμος άρχοντας της Αθήνας, πιθανότατα το 351 π.Χ.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Hjalmar Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch, Χαϊδελβέργη 1970, λήμμα: θέσσασθαι
  4. Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, Ελληνικά έθνη κατά την εποχή του χαλκού, μετάφραση Νατάσα Παπαδοπούλου, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2018, ISBN 978-960-524-498-9, σελ. 451
  5. https://smerdaleos.wordpress.com

Πηγές[επεξεργασία]