Ισραηλίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ισραηλίτισσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ισραηλίτισσα οι Ισραηλίτισσες
      γενική της Ισραηλίτισσας των Ισραηλιτισσών
    αιτιατική την Ισραηλίτισσα τις Ισραηλίτισσες
     κλητική Ισραηλίτισσα Ισραηλίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ισραηλίτισσα < Ισραηλίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ισραηλίτισσα θηλυκό

  1. (εθνικό όνομα) απόγονος του Ισραήλ, άλλο όνομα του Ιακώβ
  2. Εβραία, που ανήκει στην ιουδαϊκή θρησκεία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ισραηλίτης