Κέρβερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κέρβερος | ||
γενική | του | Κέρβερου | ||
αιτιατική | τον | Κέρβερο | ||
κλητική | Κέρβερε | |||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κέρβερος < αρχαία ελληνική Κέρβερος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈceɾ.ve.ɾos/
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κέρβερος αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (ελληνική μυθολογία) ο άγριος σκύλος με τρία κεφάλια και ουρά δράκου, που φύλαγε τον Άδη
- (μετωνυμία) κέρβερος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Κέρβερος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Μετωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)