Καραϊβική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Καραϊβική
      γενική της Καραϊβικής
    αιτιατική την Καραϊβική
     κλητική Καραϊβική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καραϊβική < Καραϊβική Θάλασσα με έλλειψη της λέξης θάλασσα, λόγιο δάνειο από την αγγλική Caribbean[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ɾai.viˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ραϊ‐βι‐κή

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καραϊβική θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

→ δείτε και τον όρο Καραϊβική Θάλασσα

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)