Κλωθώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κλωθώ | ||
γενική | της | Κλωθώς & Κλωθούς | ||
αιτιατική | την | Κλωθώ | ||
κλητική | Κλωθώ | |||
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη. | ||||
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κλωθώ < αρχαία ελληνική Κλωθώ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κλωθώ θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία), μία από τις τρεις Μοίρες της ελληνικής μυθολογίας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
και σπάνια | ||||
ονομαστική | ἡ | Κλωθώ | αἱ | Κλῶθες |
γενική | τῆς | Κλωθοῦς | ||
δοτική | τῇ | Κλωθοῖ | ||
αιτιατική | τὴν | Κλωθώ | ||
κλητική ὦ! | Κλωθοῖ | |||
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
- Κλωθώ θηλυκό, μόνο στον ενικό αλλά και πληθυντικός Κλῶθες
- γυναικείο όνομα
- αυτή που κλώθει
- (ελληνική μυθολογία) η μία από τις τρεις Μοίρες, αυτή που γνέθει τη μοίρα του ανθρώπου, κόρη του Δία και της Νύχτας ή της Θέμιδος.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Κλωθώ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Κλωθώ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Κλωθώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ηχώ' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'ἠχώ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἠχώ' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'ἠχώ' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'ἠχώ' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης θηλυκά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα με επίθημα -ώ (αρχαία ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)