Κρανιδιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɾa.niˈðʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κρα‐νι‐διώ‐της
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κρανιδιώτης αρσενικό (θηλυκό Κρανιδιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Κρανίδι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Κρανίδι
- κρανιδιώτικος
- Κρανιδιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κρανιδιώτης
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κρανιδιώτης | οι | Κρανιδιώτηδες |
γενική | του | Κρανιδιώτη* | των | Κρανιδιώτηδων |
αιτιατική | τον | Κρανιδιώτη | τους | Κρανιδιώτηδες |
κλητική | Κρανιδιώτη | Κρανιδιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κρανιδιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κρανιδιώτης < πατριδωνυμικό Κρανιδιώτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κρανιδιώτης αρσενικό (θηλυκό Κρανιδιώτη ή Κρανιδιώτου)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιώτης (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ιώτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)