Κρόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κρόνος οι Κρόνοι
      γενική του Κρόνου των Κρόνων
    αιτιατική τον Κρόνο τους Κρόνους
     κλητική Κρόνε Κρόνοι
Συνήθως στον ενικό.
Για τον πλανήτη, πάντα στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κρόνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κρόνος (για την αστρονομία, ελληνιστική κοινή ) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɾo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρό‐νος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κρόνος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) θεότητα της ελληνικής μυθολογίας
    για τη ρωμαϊκή μυθολογία → δείτε Saturnus
    μεταφορικά: ※  Δίες, Κρόνοι και Τάνταλοι του ελληνικού ποδοσφαίρου... (*, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 26.04.2018)
    ※  Σύγχρονοι "Κρόνοι". Πολλοί οι παιδοκτόνοι που συγκλόνισαν, ant1.com.cy, 26.04.2018)
  2. (αστρονομία) ο έκτος σε σειρά από τον Ήλιο πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος [2] και δεύτερος μεγαλύτερος με χαρακτηριστικούς δακτύλιους

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Κρόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ΚρόνοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κρόνος
      γενική τοῦ Κρόνου
      δοτική τῷ Κρόν
    αιτιατική τὸν Κρόνον
     κλητική ! Κρόνε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κρόνος < άγνωστης ετυμολογίας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κρόνος, -ου αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) θεός της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, πατέρας του Δία
  2. (και ως συνθετικό κρονο- ειρωνικό, παρωνύμιο) παρατσούκλι για ανόητο γέρο (→ δείτε και τη λέξη Κρονόληρος)
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1480 (1480-1)
    καὶ τοὺς τραγῳδούς φησιν ἀποδείξειν κρόνους
    τοὺς νῦν διορχησάμενος ὀλίγον ὕστερον.
  3. (ελληνιστική σημασία , πλανήτης) ὁ τοῦ Κρόνου (εννοείται: ἀστήρ)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]