Μαγιού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μαγιού < γενική ενικού του Μάης. Δείτε μαγιάτικος
Προφορά[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Μαγιού αρσενικό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) γενική ενικού του Μάης
- ※ Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω (Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος)