Μεφιστοφελής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Μεφιστοφελής
      γενική του Μεφιστοφελή
    αιτιατική τον Μεφιστοφελή
     κλητική Μεφιστοφελή
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μεφιστοφελής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Mephistopheles / Mephostophiles / Mephostophilus < αρχαία ελληνική μή + φάος + φίλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Μεφιστοφελής αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]