ΟΒΑ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΟΒΑ <  : Οπλίτης Βραχείας Ανακατάταξης.

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Ο.Β.Α. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Έφεδρος οπλίτης που έχει ανακαταταγεί στο στρατό για βραχεία περίοδο 1-3 ετών και ο οποίος λαμβάνει μισθό αντίστοιχο του ομοιόβαθμου μόνιμου συναδέλφου του.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]