ΠΕ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. ΠΕ < Πειθαρχική Επιτροπή
  2. ΠΕ < Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση
  3. ΠΕ < Περιφερειακή Ενότητα

Συντομομορφή[επεξεργασία]

ΠΕ θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο

  1. συντομογραφία του Πειθαρχική Επιτροπή: επιτροπή που επιλαμβάνεται πειθαρχικών ζητημάτων σε οργανισμό ή υπηρεσία
  2. συντομογραφία του Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση: το πρώτο στάδιο της εκπαίδευσης των μαθητών
  3. συντομογραφία του Περιφερειακή Ενότητα