Πόντιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πόντιος | οι | Πόντιοι |
γενική | του | Πόντιου & Ποντίου |
των | Πόντιων & Ποντίων |
αιτιατική | τον | Πόντιο | τους | Πόντιους & Ποντίους |
κλητική | Πόντιε | Πόντιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πόντιος αρσενικό (θηλυκό Πόντια ή Ποντία)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τον Πόντο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πόντιος
|