ΣΕΚ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΣΕΚ <  : Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Σ.Ε.Κ. αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  1. παλαιότερο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου στην Ελλάδα που εκμεταλλευόταν τους ελληνικούς σιδηροδρόμους
  2. (κατ’ επέκταση), (παρωχημένο) το τρένο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]