ΣΕΞ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σεξ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σ.ΕΞ. < από τα αρχικά των λέξεων Στέρηση Εξόδου.

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Σ.ΕΞ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο