Σαπφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Σαπφώ
      γενική της Σαπφώς
Σαπφούς
    αιτιατική τη Σαπφώ
     κλητική Σαπφώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Για το σύγχρονο όνομα, γενική «της Σαπφώς».
Για την αρχαία Σαπφώ, και «της Σαπφούς».
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σαπφώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Σαπφώ

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σαπφώ θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ελληνίδα λυρική ποιήτρια από τη Λέσβο, ιδιαίτερα γνωστή από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα για τα ποιήματά της

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Σαπφώ
      γενική τῆς Σαπφοῦς
      δοτική τῇ Σαπφοῖ
    αιτιατική τὴν Σαπφώ
Σαπφοῦν
     κλητική ! Σαπφοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σαπφώ < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σαπφώ θηλυκό (& αιολικός τύποςΨαπφώ)

  1. γυναικείο όνομα
  2. (ειδικότερα) ελληνίδα λυρική ποιήτρια από τη Λέσβο, ιδιαίτερα γνωστή από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα για τα ποιήματά της

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]