Σελήνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σελήνη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Σελήνη
      γενική της Σελήνης
    αιτιατική τη Σελήνη
     κλητική Σελήνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η Σελήνη (πανσέληνος)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σελήνη < σελήνη < αρχαία ελληνική σελήνη < σέλας < πρωτοελληνική *σFελ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *swel-.

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σελήνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (αστρονομία) ο φυσικός δορυφόρος της Γης
  2. (ελληνική μυθολογία) θεότητα της ελληνικής μυθολογίας
  3. (ιστορία) η Κλεοπάτρα Σελήνη Β΄, πριγκίπισσα της Δυναστείας των Πτολεμαίων, μοναδική κόρη της βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ΄ και του Ρωμαίου Μάρκου Αντώνιου

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]