Σολομών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σολομών

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /so.loˈmon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σο‐λο‐μών
ομόηχο: σολομών

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Σολομών < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Σολομών προέλευσης από την εβραϊκή → δείτε το ελληνιστικό Σολομών

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σολομών αρσενικό

  1. (ιστορία)βασιλιάς του Ισραήλ, γιος του Δαυίδ
  2. ανδρικό όνομα & άγιος της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας: λόγια μορφή του Σολομώντας
  3. φιγούρα του ελληνικού θεάτρου σκιών (Καραγκιόζης), στερεότυπο του Εβραίου (παραδόπιστος έμπορος, πονηρός και τσιγκούνης)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Σολομών : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Σολομών αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σολομών οἱ Σολομῶντες
      γενική τοῦ Σολομῶντος τῶν Σολομώντων
      δοτική τῷ Σολομῶντ τοῖς Σολομῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Σολομῶντ τοὺς Σολομῶντᾰς
     κλητική ! Σολομών Σολομῶντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Σολομῶντε
γεν-δοτ τοῖν  Σολομώντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'Σολομών' όπως «Σολομών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σολομών < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή שלמה (Shlomo) < שלום (shalóm, ειρήνη) < πρωτοσημιτική *šalām- (ειρήνη, ευημερία)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σολομών αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ιστορία) βασιλιάς του Ισραήλ (965-926), γιος του Δαυίδ