Σπαρτιάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σπαρτιάτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σπαρτιάτης οι Σπαρτιάτες
      γενική του Σπαρτιάτη των Σπαρτιατών
    αιτιατική τον Σπαρτιάτη τους Σπαρτιάτες
     κλητική Σπαρτιάτη Σπαρτιάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σπαρτιάτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Σπαρτιάτης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spaɾˈtça.tis/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σπαρτιάτης αρσενικό (θηλυκό Σπαρτιάτισσα)

  1. (πατριδωνυμικό) ο δημότης ή κάτοικος της Σπάρτης ή αυτός που κατάγεται από την πόλη αυτή
  2. εκείνος που είναι λιτός σε διάφορες συνήθειές του ή σκληραγωγημένος
    Ο Κώστας αντέχει. Είναι Σπαρτιάτης
    Σκληρή μάνα. Ούτε Σπαρτιάτισσα να ήτανε!

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]