Σπαρτιάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σπαρτιάτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Σπαρτιάτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spaɾˈtça.tis/
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σπαρτιάτης αρσενικό (θηλυκό Σπαρτιάτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο δημότης ή κάτοικος της Σπάρτης ή αυτός που κατάγεται από την πόλη αυτή
- εκείνος που είναι λιτός σε διάφορες συνήθειές του ή σκληραγωγημένος
- Ο Κώστας αντέχει. Είναι Σπαρτιάτης
- Σκληρή μάνα. Ούτε Σπαρτιάτισσα να ήτανε!
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)