Στρασβούργο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Στρασβούργο τα Στρασβούργα
      γενική του Στρασβούργου των Στρασβούργων
    αιτιατική το Στρασβούργο τα Στρασβούργα
     κλητική Στρασβούργο Στρασβούργα
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Στρασβούργο < (άμεσο δάνειο) γαλλική Strasbourg + -ο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Στρασβούργο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Strasbourg στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]