Ταμερλάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ταμερλάνος < (διεθνής βιβλιογραφία Ευρωπαίων μελετητών) Tamerlane < (περσικά) تيمور لنگ τεμούρ(-ι-) Λανγ (Τιμούρ ο κουτσός)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ταμερλάνος αρσενικό
- ελληνική απόδοση ονόματος Τουρκομογγόλου κατακτητή του 14ου αιώνα