Τοσοδούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τοσοδούλα οι Τοσοδούλες
      γενική της Τοσοδούλας
    αιτιατική την Τοσοδούλα τις Τοσοδούλες
     κλητική Τοσοδούλα Τοσοδούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τοσοδούλα < (μεταφραστικό δάνειο) δανική Tommelise (από το όνομα της ηρωίδας ομώνυμου παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, θηλυκό του τοσοδούλης)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τοσοδούλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]