Τρωάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τρωάδα οι Τρωάδες
      γενική της Τρωάδας των Τρωάδων
    αιτιατική την Τρωάδα τις Τρωάδες
     κλητική Τρωάδα Τρωάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τρωάδα < Τρως ο ιδρυτής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Τρωάδα θηλυκό

  • η αρχαία χώρα των Τρώων, στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, με πρωτεύουσά της την Τροία -γνωστή και ως Ίλιον, εξ ου και η ονομασία Ιλιάδα του ομηρικού έπους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]