Υγεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Υγεία < αρχαία ελληνική Ὑγίεια
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Υγεία θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) θεότητα, κόρη του Ασκληπιού, και της Ηπιόνης
- (αστρονομία) μεγάλος αστεροειδής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Υγεία
|