Φρύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Φρύνη | οι | Φρύνες |
γενική | της | Φρύνης | — | |
αιτιατική | τη | Φρύνη | τις | Φρύνες |
κλητική | Φρύνη | Φρύνες | ||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Φρύνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Φρύνη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Φρύνη θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Φρύνη (4ος αι. π.Χ.) στη Βικιπαίδεια , εταίρα της αρχαιότητας, διάσημη για την ομορφιά της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Φρύνη
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Φρύνη | αἱ | Φρύναι |
γενική | τῆς | Φρύνης | τῶν | Φρυνῶν |
δοτική | τῇ | Φρύνῃ | ταῖς | Φρύναις |
αιτιατική | τὴν | Φρύνην | τὰς | Φρύνᾱς |
κλητική ὦ! | Φρύνη | Φρύναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Φρύνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Φρύναιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Φρύνη < φρύνη (άλλη μορφή του φρῦνος)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Φρύνη θηλυκό (αρσενικό Φρῦνος)
Πηγές[επεξεργασία]
- φρύνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φρύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)